- πεποιθότως
- Αεπίρρ.1. με βεβαιότητα, με πεποίθηση2. πειστικά.[ΕΤΥΜΟΛ. < πεποιθώς, -ότος, μτχ. ενεργ. παρακμ. τού πείθω].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πεποιθότως — indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζαβρεμέως — (Α) επίρρ. (κατά τον Ησύχ.) «μεγάλως, πεποιθότως» … Dictionary of Greek